βαπτιζομένους

βαπτιζομένους
βαπτίζω
dip
pres part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • погроужатисѧ — ПОГРОУЖА|ТИСѦ (12), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Погружаться, опускаться во чтол.: орелъ старѣвъсѧ ослабѣѥть. погружаѥть(с) во истѡчницѣ. i обновить(с). МПр XIV2, 33; ˫ако же бо ловци. въвергуть ѹдѹ въ море. и имуть велику ры(б). и чюють ˫ако смущаеть. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ALBA — I. ALBA Graeca Belgrade Gallice nandor, Alba Hungarice, Griechisch Weissenburg Germanice, urbs munitiss. Hungariae, in Rascia provinc, ad confluentes Savi in Danubium in colle sub Turcis ab A. C. 1520. male pro Tauruno ponitur, e cuius ruinis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βαπτιστήριο — Η λέξη προέρχεται μάλλον από το baptisterium, τη μεγάλη δηλαδή δεξαμενή του λουτρού των ρωμαϊκών κατοικιών, που χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα στις αρχές του χριστιανισμού για την τέλεση του μυστηρίου της βάπτισης. Τα πρώτα οικοδομήματα, που… …   Dictionary of Greek

  • επονομασία — η (ΑΜ ἐπονομασία) νέα, πρόσθετη ονομασία από κάποια αιτία («τοὺς βαπτιζομένους ἐπὶ τρισμακαρίᾳ ἐπονομασία» αυτούς που βαπτίζονται για να αποκτήσουν το τρισμακάριστο όνομα τού χριστιανού, Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”